- ανθεμίς
- η (ΑΝ) [άνθεμον]ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίταμσν.αμάρακος, ματζουράνααρχ.(γενικά) το άνθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθεμίς — camomile fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίδα — ἀνθεμίς camomile fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίδας — ἀνθεμίς camomile fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίδι — ἀνθεμίς camomile fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίδος — ἀνθεμίς camomile fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίδων — ἀνθεμίς camomile fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίσι — ἀνθεμίς camomile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… … Dictionary of Greek
ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… … Dictionary of Greek
ζωγιέρα — η κοινή ονομασία τού φυτού ανθεμίς η χία … Dictionary of Greek